ψηλά χορεύγεις παπαδιά και φαίνονται τ'
ατζά σου.
Το Καλλιό του παπά από τη Λατσίδα.
Η ιστορία αυτή διαδραματίστηκε επί Τουρκοκρατίας στο
χωριό Λατσίδα στα τελευταία χρόνια που οι Τούρκοι έφευγαν από τα χωριά και
μαζεύονταν στις πόλεις γιατί φοβόντουσαν τις επαναστάσεις των ντόπιων. Ο
Δερβής πασάς ζούσε με το χαρέμι ντου στην Πορτέλα που είναι στη γειτονιά του
Αη Γιάννη στη Λάτσίδα.
Μέσα από την Πορτέλα ήταν το σεραϊ του πασά και τα
δικαστήρια των Τούρκων. Η Πορτέλα αυτή σήμερα δεν υπάρχει μόνο το ένα πελέκι
της στηρίζει το σπίτι του Μεθυμάκη Νικολάου, του καπετάνιου Γεωργίου
Μεθυμάκη το σπίτι, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη που είναι και η
ομώνυμη πλατεία του χωριού.
Η κόρη του παπά που έμενε τότε στο σπίτι που σήμερα είναι
στην ιδιοκτησία της Ερασμίας της Λιουδάκη είναι το άλλο πρόσωπο της ιστορίας
αυτής. Η παπαδοπούλα ήταν πολύ όμορφη και μοναχοπαίδι. Ύφαινε και ξόμπλιαζε
με μεγάλη τέχνη την προίκα τζης και έπλαθε όνειρα και λαχταρούσε τη
λευτεριά. Ο πασάς, την αγάπησε και τίποτε δεν τον εμπόδιζε να την κάμει δική
του και να πλουτίσει το χαρέμι ντου. Ο σεβντάς του ήταν μεγάλος και έλεγε
στο γραμματικό του που ήταν χριστιανός έλληνας από τη Φουρνή, κάποιος
Γραμματικάκης Εμμανουήλ.
Έχω κουζουλαθεί με την παπαδοπούλα το Καλλιό μπρε. Ας την
πασά μου για κανένα Ρωμιό εσύ έχεις τόσες στο χαρέμι σου. Όι μωρέ, μα τον
Αλάχ γιατί ντουχιουντίζω1 καθ' αργά2 και δεν μπορώ να κλείσω τα μάθια
μου λέει και ξαναλέει ο πασάς. Κατέχεις3
δα ότι δεν μπορώ να σκεφτώ πράμα άλλα μόνο το Καλλιό του παπά. Άμα δε θέλει
με το καλό δα την πάρω με το άστε ντούη4.
Ξάσου αφέντη μου λέει ο γραμματικός. Στέλνει τότε ο πασάς
ένα Τούρκο και προσπαθεί με το καλό να την πείσει να πάει στον πασά, μα του
κακού, το Καλλιό αρνείται. Τότε σκέφτεται και μαγεύει ένα μήλο, όπως τότε
συνήθιζαν με μαγείες να καταφέρνουν αυτό που ήθελαν, και το πέμπει στην
Παπαδοπούλα. Ο Τούρκος πήγε στο σπίτι και βρήκε το Καλλιό στο αργαστήρι να
υφαίνει και τση λέει. Αφού Καλλιό δε θες ο πασάς σου στέλνει τούτονέ το μήλο
να το φας και δεν πειράζει που δεν τον θες εσύ.
Το Καλλιό όμως που κατάλαβε τον σκοπό του πασά λέει στον
τούρκο. Βάλε το πάνω στην απλωσιά (είναι το ύφασμα που έχει υφάνει και είναι
μπροστά τζης απλωμένο) και πες του πως τον ευχαριστώ.
Μόλις όμως έφυγε ο τούρκος η παπαδοπούλα χτύπησε το
πέταλο του ανυφαντικού και το μήλο πετάχτηκε στην αυλή που είναι κατηφορική
ακόμη και σήμερα. Ο παπάς έτρεφε μια γουρούνα και το ζωντανό άρπαξε το μήλο
και το έφαγε. Σε λίγο έφυγε από την ανοιχτή πόρτα και πήγε κατ' ευθείαν στον
πασά σπρώχνονταν όλους να περάσει μέσα στο σεράι.
Μόλις ο πασάς μαθαίνει το συνβάν εξαγριώνεται γιατί
κατάλαβε ότι το μήλο το έφαγε η γουρούνα και όχι το Καλλιό που πίστευε ότι
θα πάει να το βρει μόνη της. Όμως η παπαδιά που έκλεγε και τους παρακαλούσε
να μην της στερίσουν το παιδί της και προσπάθησε να τους εμποδίσει της λένε:
Άρπαξαν με το ζόρι το Καλλιό και το πήγαν του πασά.
ΤΟ Καλλιό ήταν στους οντάδες του πασά μαζί με τις άλλες
χανούμισσες. Ο πασάς πήρε εντολή να πάει επειγόντως στο Ηράκλειο και έτσι
άρχισε για την παπαδούλα μια αντίστροφη μέτρηση. Ενώ εφρουρείτο αυστηρά η
παπαδοπούλα κατάφερε να δραπετεύσει αφού σκαρφάλωσε τα τείχη που έκλειναν
την αυλή και έφυγε. Λέγεται ότι παρακάλεσε τη χανούμισσα αφού την έπεισε ότι
δεν θα τη μαρτυρήσει. Ήταν ο καίρος που έπρεπε να φύγουν όλοι οι Τούρκοι και
να συγκεντρωθούν στο Ηράκλειο. Αλλά και κάποιο γεγονός συντέλεσε για να μην
την ξαναπάρει πίσω ο πασάς. Ο Γραμματικος του που ήταν από τη Φουρνή, και
τον έλεγαν Μανόλη Γραμματικάκη έπεισε τον πασά να του την δώσει για δική του
γυναίκα μια και ήταν και οι δύο χριστιανοί.
Ο πασάς συνφώνησε έδωσε δε πολύ χρυσάφι στον γραμματικό
του, το φόρτωσε σε ένα άλογο πήρε και το Καλλιό και παντρέφτηκαν στην
Φουρνή. Ακόμη δε λένε ότι το άλογο από το πολυ βάρος του χρυσού ψόφησε καθ'
οδόν και χρειάστηκε να μεταφέρουν τον χρυσό στον προορισμό του, με άλλο πιο
ασφαλή τρόπο.
Το διάστημα που έμεινε στο Σεράι η παπαδοπούλα με τις
άλλες χανούμισσες έδειξε μια συμπεριφορά καλή απέναντι στις άλλες. Ο πασάς
είχε ένα παπαγάλο που μιλούσε έτσι ώστε να του μαρτυρεί τι συμβαίνει όταν
αυτός έλειπε. Όμως μια που την έλεγαν Σοφία τον έδερνε καμία φορά και έτσι ο
παπαγάλος δεν μαρτυρούσε. Κάποια μέρα ο παπαγάλος πήγε κοντά στο Καλλιό, και
της λέει: <<Ε! κερά παπαδοπούλα ήδειρέ η Σοφούλα>>, εκείνη με τη σείρα της
τη μάλωνε και της έλεγε να μην τον μαλώνει και να μην τον κτυπά! Εκείνος
απαντούσε: Ότι έλεγε το Καλλιό: << Ακου Σοφούλα μην τον μαλώνεις>> και
διασκέδαζαν μεταξύ τους μόνο η παπαδοπούλα όπως την αποκαλούσαν δεν είχε
όρεξη για τίποτε. Όταν έφυγε και πήγε σπίτι της ο Μανόλης Γραμματικάκης, τη
ζήτησε από τον πατέρα της τον παπά και έτσι παντρέφτηκαν.
1 ντουχιουντίζω = σκέφτομαι
2 αργά = βράδυ
3 κατέχω = ξέρω
4 άστε ντούη = ζόρι (τούρκικη λέξη)
5 ατζά = μπούτια
Την ιστορία αυτή που αναφέρω παρακάτω
είναι πραγματική.
Ήταν μια κοπελιά από την Λατσίδα και θέλανε οι δικοί της
να την παντρέψουν. Ήταν μεγαλύτερη από την άλλη της αδελφή και έτσι έπρεπε
να την παντρέψουν πρώτα αυτή γιατί η δεύτερη είχε ακόμη περιθώριο για
παντριά. Ήταν δύσκολα στην εποχή της να πανρευτεί η πρώτη κόρη όταν υπήρχε ή
υπήρχαν και άλλες κόρες μικρότερες. Βρήκαν ένα καλό παλληκάρι για την
κοπελιά αλλά αυτό ήθελε να πάρει την μικρότερη γι' αυτό σκέφτηκαν να
καλέσουν το γαμπρό στο σπίτι και να καλέσουν τον παπά να τους στεφανώσει.
Έτσι γινόταν παλιά οι γάμοι στην Κρήτη στα σπίτια μέσα. Συνεννοημένοι και με
τον παπά να σβύσουν το λύχνο γιατί δεν υπήρχε άλλο μέσον φωτισμού να του
τοποθετήσουν την κοπελιά που αυτοί ήθελαν να δώδουν για νύφη.
Ήταν όλα έτοιμα ο παπάς, ο κουμπάρος, τα στέφανα και
οικογένεια τση νύφης οι θείοι της και τ' αδέρφια της. Συζήτησαν διάφορα
θέματα και το θέμα τση προίκας (όπως συνήθιζαν στην Κρήτη τότε) έτσι πήρε
και ο γαμπρός την απόφαση να γίνει ντελόγο2
ο γάμος. Έρχεται ο παπάς που ήταν κι αυτός στο κόλπο, ο κουμπάρος και
έτοιμος ο παπάς ν' αρχίσει να ψάλει τον Ησαϊα σβύνουν το λύχνο και ο παπάς
αρχίζει να τελεί το μυστήριο με σβυστό λύχνο. Για νύφη του έβαλαν δίπλα του
την κοπελιά που σκόπευαν να παντρέψουν αντί τη μικρότερη και σε κάποια
στιγμή ο γαμπρός που αγαναχτισμένος κατάλαβε ότι κάτι συνέβει αλλά δεν
μπορούσε να πει τίποτε λέει στον παπά αφού τελείωσε το μυστήριο.
<<Άψε παπά μου το κερί να δω την πουσουνιά μου
να δω ίντα πουσούνισα να γιάνει η καρδιά μου>>
έκαναν παιδιά και εγγόνια έζησαν ευτυχισμένοι! αλλά δεν
θα ξεχάσει ο γαμπρός με τι τρόπο τον πάντρεψαν. Έκτοτε όταν κάποιος
καταλάβει ότι τον έχουν κοροϊδέψει λεει σαν παροιμιά
<<Άψε παπά μου το κερί...>>
1 μπουσουνιά = αγορά (μπουσούνια = ψώνια).
2 ντελόγο = αμέσως.
2 ντελόγο = αμέσως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου